- κολοβάκιλος
- ο και κολοβακτηρίδιο, το βακτηρίδιο του εντερικού σωλήνα των ανθρώπων και των ζώων, που προκαλεί διάφορες παθολογικές διαταραχές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κολοβακτήριο — κολοβακτήριο, το και κολοβακτηρίδιο, το βλ. κολοβάκιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)